- μαστραπάς
- ο (Μ μαστραπάς)νεοελλ.1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι)2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί τί μού γυρεύεις;» — λέγεται για ανθρώπους που, ενώ έκαναν μια ζημιά, μετά προσποιούνται πως δεν συμβαίνει τίποτε και ζητούν ευθύνες από τους άλλουςμσν.είδος ποτηριού με λαβή, κατασκευασμένου από χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masrapa].
Dictionary of Greek. 2013.